-
1 πολυτελης
-
2 πολυτελής
{прил., 3}дорогостоящий, драгоценный, многоценный.Ссылки: Мк. 14:3; 1Тим. 2:9; 1Пет. 3:4.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πολυτελής
-
3 πολυτελής
{прил., 3}дорогостоящий, драгоценный, многоценный.Ссылки: Мк. 14:3; 1Тим. 2:9; 1Пет. 3:4.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πολυτελής
-
4 πολυτελής
ης, ες1) роскошный; 2) фешенебельный -
5 πολυτελής
дорогостоящий, драгоценный, многоценный.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πολυτελής
-
6 πολυτελής
-
7 πολυτελής
[политэлис] εκ. роскошный, пышный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πολυτελής
-
8 πολυτελής
[политэлис] επ роскошный, пышный. -
9 έκδοση
[-ις (-εως)] η1) выдача (документа и т. п.);έκδοση είσιτηρίων (διαβατηρίου) — выдача билетов (паспорта);
έκδοση γραμματίου ( — или συναλλαγματικής) — выдача векселя;
2) выпуск;έκδοση χαρτονομισμάτων (γραμματοσήμων) — выпуск денег (марок);
3) опубликование; издание (тж. книга);έκδοση διατάγματος — издание указа;
έκδοση του λεξικού (τού περιοδικού) — издание словаря (журнала);
πολυτελής έκδοση — роскошное издание;
4) выдача (преступника и т. п.);5) вынесение, объявление (решения) -
10 4185
{прил., 3}дорогостоящий, драгоценный, многоценный.Ссылки: Мк. 14:3; 1Тим. 2:9; 1Пет. 3:4.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 4185
См. также в других словарях:
πολυτελής — very expensive masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτελής — ές, ΝΜΑ αυτός για τον οποίο δαπανήθηκαν πολλά χρήματα, δαπανηρός, πολυέξοδος (α. «πολυτελές διαμέρισμα» β. «οἰκίης μεγάλης καὶ πολυτελέος περιβολή», Ηρόδ.) νεοελλ. (κοινων.) αυτός που είναι εφοδιασμένος με περισσότερα και καλύτερης ποιότητας μέσα … Dictionary of Greek
πολυτελής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. πολυέξοδος, πολυδάπανος: Κάνει ζωή πολυτελή. 2. μεγαλοπρεπής, πλούσιος, λουσάτος: Πολυτελής έκδοση βιβλίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυτέλης — πολυτελέω to be extravagant imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτελῆ — πολυτελής very expensive neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πολυτελής very expensive masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πολυτελής very expensive masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτελέστερον — πολυτελής very expensive adverbial comp πολυτελής very expensive masc acc comp sg πολυτελής very expensive neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτελεστάτων — πολυτελής very expensive fem gen superl pl πολυτελής very expensive masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτελεστέραις — πολυτελής very expensive fem dat comp pl πολυτελεστέρᾱͅς , πολυτελής very expensive fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτελεστέρων — πολυτελής very expensive fem gen comp pl πολυτελής very expensive masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτελέα — πολυτελής very expensive neut nom/voc/acc pl (epic ionic) πολυτελής very expensive masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτελές — πολυτελής very expensive masc/fem voc sg πολυτελής very expensive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)